- ψύχομαι
- ψύχομαι, ψύχθηκα βλ. πίν. 32
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ψύχομαι — ψύ̱χομαι , ψύχω Phdr.. pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμψύχομαι — Α ψύχομαι μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ψύχομαι «κρυώνω» (< ψύχος)] … Dictionary of Greek
κρυώνω — (Μ κρυώνω) [κρύος] 1. (αμτβ.) αισθάνομαι ψύχος, ριγώ («όλη τη νύχτα κρύωνα») 2. (αμτβ.) ψύχομαι, υφίσταμαι ψύξη, ψυχραίνομαι («πιες τον καφέ σου, γιατί θα κρυώσει») νεοελλ. 1. (μτβ.) καθιστώ κάτι ψυχρό, ψύχω 2. (αμτβ.) κρυολογώ («κρύωσα επειδή… … Dictionary of Greek
υποψύχω — Α [ψύχω] (συν. το παθ.) ὑποψύχομαι 1. γίνομαι υπόψυχρος 2. ψύχομαι βαθμιαία … Dictionary of Greek
ψυχίζομαι — ΜΑ [ψῡχος] ψύχομαι, παγώνω … Dictionary of Greek
ψύχω — (I) Α 1. πνέω, φυσώ 2. στεγνώνω, ξηραίνω 3. (ειδικά) εκθέτω κάτι στον αέρα για να στεγνώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ψυχή]. (II) ΝΜΑ, και μτγν. τ. ψύγω ΜΑ καθιστώ κάτι ψυχρό, καταψύχω («ὥστε θερμαίνειν τ ἐὰν βούλωμαι καὶ ψύχειν», Πλάτ.) αρχ. 1. δροσίζω 2 … Dictionary of Greek
ԱՆՁՆԱՒՈՐԻՄ — (եցայ.) NBH 1 0195 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 12c, 14c ձ. ψύχομαι animor, ὐφίστομαι subsisto Հոգեւորիլ, շնչաւորիլ. զգենուլ ոգի կենդանութեան. գոյաւորիլ. առնուլ զտեսակ ինչ. գոյաւոր եւ անձնաւոր գոլ. կամ ենթակայանալ. *Անձնաւորի եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՑԱՄԱՔԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0906 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 7c, 14c ձ. ξηράνομαι, ἁποξηραίνομαι siccor, exsiccor, areo, aresco, exareo, exaresco, arefio ψύχομαι, ἑκψύχομαι frigesco. Ցամաք լինել, չորանալ, պակասիլ ʼի խոնաւութենէ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)